- τετραδίσκιον
- τετρᾰδ-ίσκιον, τό,A small quaternion, Tz.H.9.283.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραδίσκιον — τὸ, Μ μικρό τετράδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράδιον + υποκορ. κατάλ. ίσκιον (κατάλ. ίσκος + ιον), πρβλ. ὁρμ ίσκιον] … Dictionary of Greek